γνωστικοῦ

γνωστικοῦ
γνωστικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • Σευηριανός — ή, όν, Α [Σευῆρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Γνωστικό μονοφυσίτη Σευήρο ή Σεβήρο τής Αντιόχειας 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι Σευηριανοί οι οπαδοί τού γνωστικού Σευήρου …   Dictionary of Greek

  • ορολογία — (I) η ιατρ. κλάδος τής μικροβιολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ορών τού αίματος, τών ιδιοτήτων τους και τών εφαρμογών τους και, ειδικότερα, η ανίχνευση αντισωμάτων, μικροβιακών ή άλλων, σε ορούς ή σε οργανικά υγρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο …   Dictionary of Greek

  • πιθανολογισμός — ο, Ν (φιλοσ.) δοξασία που καταλαμβάνει ενδιάμεση θέση μεταξύ δογματισμού και σκεπτικισμού, μια μορφή γνωστικού και ηθικού σχετικισμού, η οποία στη γνωσεολογία υποστηρίζει ὁτι ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει σε καμιά απόλυτη αλήθεια και, συνεπώς,… …   Dictionary of Greek

  • σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα …   Dictionary of Greek

  • Τελέζιο, Μπερναρντίνο — (Telesio· εξελληνισμένος τύπος Τελέσιος, Κοζέντσα 1509 – 1588). Ιταλός φιλόσοφος. Σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και ιατρική στην Πάντοβα. Έπειτα από μια δεκαετία αποσύρθηκε για μελέτες σε ένα μοναστήρι βενεδικτινών, στη νότια Ιταλία, και το 1553 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”